μετουσίωση — η (Μ μετουσίωσις) [μετουσιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετουσιώνω, η μεταβολή τής ουσίας ενός πράγματος 2. εκκλ. η μετατροπή τού άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα τού Χριστού νεοελλ. 1. βιολ. μεταβολή τών πρωτεϊνών, η οποία συνίσταται… … Dictionary of Greek
μετουσίωση ή κροκίδωση — Βιοχημική διεργασία, κατά την οποία τροποποιείται η διαμόρφωση ενός πολυμερούς στον χώρο. Επειδή η βιολογική δραστηριότητα των βιοπολυμερών σχετίζεται άμεσα με τη δομή τους, η μ. οδηγεί στην απώλεια της λειτουργίας τους, αν και η πρωτοταγής δομή… … Dictionary of Greek
Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… … Dictionary of Greek
μετουσιωτικός — ή, ό [μετουσίωση] αυτός που προκαλεί μετουσίωση … Dictionary of Greek
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek
καθαγιασμός — ο 1. καθαγίαση («καθαγιασμός τών υδάτων») 2. φρ. «καθαγιασμός δώρων» η μετουσίωση τού άρτου και τού οίνου σε σώμα και αίμα τού Κυρίου, που τελείται κατά το μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο… … Dictionary of Greek
κροκίδωση — Βλ. λ. μετουσίωση. * * * η βλ. κροκύδωση … Dictionary of Greek
μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… … Dictionary of Greek
χημευτής — και χυμευτής και χειμευτής, ὁ, Μ ο αλχημιστής, αυτός που προσπαθεί να πετύχει τη μετουσίωση τών μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω αμάρτυρου ρ. *χημεύω / *χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)] … Dictionary of Greek
Βερεγκάριος της Τουρ — (Berengarius ή Bérenger ή Berengar de Tours, Τουρ 999 – 1088). Γάλλος θεολόγος. Μετά τις σπουδές του στη Σαρτρ, διορίστηκε έφορος της μονής του αγίου Μαρτίνου στην Τουρ και έπειτα αρχιδιάκονος στην Ανζέ. O Β. αρνήθηκε τη μετουσίωση και θεωρούσε… … Dictionary of Greek